χλωρόφυτα

χλωρόφυτα
τα, Ν
βοτ. μεγάλη διαίρεση τού φυτικού βασιλείου, η οποία περιλαμβάνει τα πράσινα φύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorophyta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλωροφύκη — (χλωρόφυτα). Πράσινα φύκη, άλλοτε μικροσκοπικά, ακίνητα ή κινητά, και άλλοτε με αξιοσημείωτες διαστάσεις, το χρώμα των οποίων καθορίζεται από την παρουσία της χλωροφύλλης, που δεν καλύπτεται από άλλες χρωστικές ουσίες. Τα τοιχώματα των κυττάρων… …   Dictionary of Greek

  • άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • οιδογονιοφύκη — τα βοτ. κλάση φυκών τού φύλου χλωρόφυτα, στην οποία ανήκουν τρία γένη νηματωδών φυκών που διακρίνονται για τον ασυνήθιστο τρόπο κυτταρικής διαίρεσης …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκοκκώδη — (protococcales). Oνομάζονται και χλωροκοκκώδη. Χλωρόφυτα: Αποτελούν παράλληλη σειρά με τα βολβοκώδη, είναι όμως ακίνητα και μόνο την περίοδο του πολλαπλασιασμού παρουσιάζουν ζωοσπόρια με 2 μαστίγια. Σε ορισμένα μόνο γένη παρατηρείται εγγενής… …   Dictionary of Greek

  • σπειρογύρα — (spirogyra). Φυτό της οικογένειας των Ζυγονηματιδών ή Ζυγνεμιδών (Zygnemaceae). Υπάρχουν 100 είδη σ., πολλά από τα οποία φυτρώνουν και στην Ελλάδα. Η σ. πολλαπλασιάζεται με πυρηνοτομία ή και με παρθενογένεση, με απευθεία φύτρωση κύτταρου που… …   Dictionary of Greek

  • φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά …   Dictionary of Greek

  • χαρώδη — τα, Ν βοτ. ομάδα πράσινων φυκών τα οποία αποτελούν την ομώνυμη τάξη, τη μοναδική τάξη τής κλάσης χαροφύκη, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, ενώ, άλλα συστήματα τήν τοποθετούν στη διαίρεση χλωρόφυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”